-
1 αμφίλογα
-
2 ἀμφίλογα
-
3 αμφιλογος
21) оспариваемый, спорный, сомнительный(ἀγαθά Xen.; ὀφείλημα Arst.)
τὰ ἀμφίλογα Thuc. — спорные вопросы, разногласия;εἴ τι ἀμφίλογον πρὸς ἀλλήλους γίγνοιτο Xen. — в случае возникновения какого-л. взаимного разногласия;ἀμφίλογα δίδυμα μέμονε φρήν Eur. — душа (моя) колеблется между двумя (решениями)2) задорный, завзятый(νείκη Soph.; ὀργαί Eur.)
-
4 ἀμφί-λογος
ἀμφί-λογος, = ἀμφίλεκτος, 1) νείκη Soph. Ant. 111; ὀργαί Eur. Med. 638. – 2) gew. bestritten, streitig, Xen. Cyr. 8, 7, 9; ἀγαϑά Mem. 4, 2, 34; τὰ ἀμφίλογα, Streitigkeiten, Thuc. 4, 118; vgl. ἀμφίλογον γίγνεταί τι πρός τινα Xen. Hell. 5, 2, 10, wie Dion. Hal. 1, 79.
-
5 διαιρεω
(fut. διαιρήσω, aor. 2 διεῖλον, pf. διῄρηκα)1) снимать, срывать(ὀροφήν Thuc., Xen.)
2) раскалывать(λίθους Arst.)
3) разрезать, рассекать4) прокалывать5) вырывать, выворачивать, выдергивать(σταυρούς Xen.)
6) взламывать, ломать(πυλίδα Thuc.)
διελόντες τοῦ τείχους Thuc. — пробив стену;τὸ διηρημένον Thuc. — пролом, брешь7) разбирать, разрушать(γέφυραν Her.)
8) делить, разделять(τρία μέρη Plat.; διαιρεθῆναι εἰς τὰ ἐλάχιστα Arst.; δ. τι εἰς μέρη τρισκαίδεκα Plut.; med. διελεῖσθαι τέν ληΐην Her.)
διελεῖν σφᾶς αὐτοὺς δίχα Plut. — разделиться на две части;κατὰ πόλεις διελόμενοι τὸ ἔργον Thuc. — распределив работу между (отдельными) городами;διῃρῆσθαι χωρὴς κατὰ γένη Arst. — быть разделенным на отдельные роды9) различать(αἰδῶ καὴ σωφροσύνην Xen.; αἱ διαιρεθεῖσαι κατηγορίαι Arst.)
ταῖς δόξαις διαιρεῖσθαι τοὺς ἀμείνους καὴ τοὺς χείρονας Plat. — сознавать различие между лучшими и худшими10) разбирать, толковать, разъяснять, тж. определять, рассуждать(περί τινος Plat., Arst.)
εἰ δὲ ἄρα μή ἐστι τοῦτο τοιοῦτο οἷον ἐγὼ δ. Her. — если же это обстоит не так, как я рассуждаю;ὅσα πρὸς τέν σκέψιν ταύτην διελεῖν ἀναγκαῖον Arst. — разъяснения, необходимые для данного исследования11) (раз)решатьδ. δίκας Aesch. — разбирать судебные дела, вершить суд;ψήφῳ δ. περί τινος Aesch. — решить что-л. голосованием;κλήρῳ διελεῖν τὸν νικῶντα Plat. — определить жребием, кто одержал победу -
6 διαιρέω
A take apart, cleave in twain, divide,διὰ δ' ἀμφοτέρους ἕλε κύκλους ἀσπίδος Il. 20.280
;παῖδα κατὰ μέλεα διελών Hdt.1.119
; δ. λαγόν cut it open, ib. 123; δ. πυλίδα break it open, Th.4.110, 6.51;δ. τὴν ὀροφήν
tear away, pull down,Id.
4.48;τοὺς σταυρούς X.An.5.2.21
; δ. τοῦ τείχους take down part of the wall, make a breach in it, Th.2.75; τὸ διῃρημένον the breach, ib.76,5.3; διῃρημένοι τὸ ὑπόζωμα, of insects, Arist. HA 556a18;διαιρουμένος τὴν καρδίαν Phld.Sign.1
.II divide, δύο μοίρας Λυδῶν the Lydians into two parts, Hdt.1.94, cf. 4.148;δύο μερίδας D.48.12
;δ. τριχῇ ψυχήν Pl.Phdr. 253c
;δ. εἰς τὸ ἐλάχιστον Arist.Sens. 440b5
;εἰς ὁμοιομερῆ Id.HA 486a5
([voice] Pass.):—[voice] Med., divide for themselves, κατ' ὀλίγας ναῦς διελόμενοι distributing their ships in small divisions, Th.4.11; τοῖς δικάζουσι δ. τὰ ὦτα lending an ear to both parties, Lib.Or.52.4; divide among themselves, ;τὴν ληΐην Hdt.9.85
;κατὰ πόλεις τὸ ἔργον Th.7.19
;τἀδικήματα D.45.38
: abs.,δ. κατὰ πόλεις Th.5.114
:—[voice] Pass., διῃρημένοι κατ' ἀναπαύλας divided into relays, Id.2.75; διαιρήσομαι as [tense] fut. [voice] Pass., Pl.Plt. 261c;διῄρητο τὰ τῶν Ἑλλήνων εἰς δύο D.10.51
.III distinguish,τυραννίδος εἴδη δύο διείλομεν Arist. Pol. 1295a8
, etc.;δ. πότερα.. X.Oec.7.26
: abs., Ar.Nu. 742:—[voice] Med., Pl.Tht. 182c;δ. τοὺς ἀμείνους καὶ τοὺς χείρονας Id.Lg. 950c
;δ. περί τινος Id.Chrm. 163d
.2 determine, decide,διαφορὰς διαιρέοντες Hdt.4.23
; ; τοῦτο πρᾶγμα ib. 488; ψήφῳ δ. τοῦδε πράγματος πέρι ib. 630;τὰ ἀμφίλογα X.Vect.3.3
, cf. Pl.R. 571a, Prt. 314b, al.;κλήρῳ δ. τὸν νικῶντα Id.Lg. 946b
;δ. περί τινος Arist.Ph. 239b13
, etc.; διαιρείσθω πόσα εἴδη, etc., Id.Pol. 1300b18, etc.: abs., Ar. Ra. 1100; alsoδ. εἴτε E.Ba. 206
codd.4 [voice] Med., interpret, τέρας, δημεῖον, D.H.4.60, 9.6.IV in Logic, divide,δ. κατ' εἴδη τὰ ὄντα Pl.Phdr. 273e
; divide a genus into its species, Arist.APo. 96b15, al.:—[voice] Med., Id.PA 642b5.V Math., divide, Pl.Lg. 895e ([voice] Pass.); διελόντι, dividendo, Archim.Sph.Cyl.1.6, al.VI divide words, punctuate in reading, Isoc.12.17, Arist.Rh. 1401a24 ([voice] Pass.); Gramm., resolve a diphthong or contracted form,διῃρῆσθαι Ἰακῶς A.D.Pron.38.17
, cf. Corn.ND5, Hdn.Philet.p.456P. ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαιρέω
-
7 ἀμφίλογος
ἀμφί-λογος, ον,A disputed, disputable,ἀγαθά X.Mem. 4.2.34
;τὰ ἀ.
disputed points,Th.
4.118,5.79; ;εἴ τι ἀμφίλογον πρὸς ἀλλήλους γίγνοιτο. δίκῃ διακριθῆναι X. HG5.2.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίλογος
См. также в других словарях:
ἀμφίλογα — ἀμφίλογος disputed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφίλογος — η, ο (Α ἀμφίλογος, ον) 1. αμφισβητούμενος, αμφίβολος 2. αυτός που προκαλεί αμφισβήτηση, αμφιβολία, ο εριστικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀμφίλογα τα υπό αμφισβήτηση, έριδες, φιλονικίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιλέγω. ΠΑΡ. αμφιλογία αρχ. μσν. ἀμφιλογοῦμαι] … Dictionary of Greek