Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰ ἀμφίλογα

См. также в других словарях:

  • ἀμφίλογα — ἀμφίλογος disputed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφίλογος — η, ο (Α ἀμφίλογος, ον) 1. αμφισβητούμενος, αμφίβολος 2. αυτός που προκαλεί αμφισβήτηση, αμφιβολία, ο εριστικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀμφίλογα τα υπό αμφισβήτηση, έριδες, φιλονικίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιλέγω. ΠΑΡ. αμφιλογία αρχ. μσν. ἀμφιλογοῦμαι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»